εθνογραφία

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

η
επιστήμη που περιγράφει τα στοιχεία του πολιτισμού τών διαφόρων εθνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].