εθνόφρων

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ἐθνόφρων, -ον (Μ)
αυτός που δέχεται τα σχετικά με τους εθνικούς (δηλ. τους μη χριστιανούς), ο αιρετικός.