εικονικότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του εικονικού, η πλασματική υπόσταση
2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» — εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία.
η
1. η ιδιότητα του εικονικού, η πλασματική υπόσταση
2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» — εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία.