εικονικότητα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του εικονικού, η πλασματική υπόσταση
2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» — εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία.