εισαρπάζω

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

εἰσαρπάζω (Α)
αρπάζω κάποιον και τον φέρνω μέσα με τη βία.