εισχωρώ

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσχωρῶ, -έω)
μπαίνω σε κάτι
νεοελλ.
1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι
2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία.