εκάτερος

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκάτερος, -α, -ον)
1. κάθε ένας από τους δύο χωριστά, από μόνος του
2. έκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκαστος, αν αναλυθεί σε έκα-στος + επίθημα -τερος (πρβλ. έτερος, πότερος κ.ά.)].