νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
-α, -ο (AM ἑκάτερος, -α, -ον)1. κάθε ένας από τους δύο χωριστά, από μόνος του2. έκαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έκαστος, αν αναλυθεί σε έκα-στος + επίθημα -τερος (πρβλ. έτερος, πότερος κ.ά.)].