πότερος

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότερος Medium diacritics: πότερος Low diacritics: πότερος Capitals: ΠΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: póteros Transliteration B: poteros Transliteration C: poteros Beta Code: po/teros

English (LSJ)

α, ον; Ion. κότερος, η, ον:
A whether of the two? both in direct and indirect questions; once in Hom., οὐκ ἂν γνοίης ποτέροισι μετείη Il.5.85; κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι..; Hdt.3.52, cf. 1.126; πότερα τύχης καὶ πότερα γνώμης ἔργα κρίνεις; X.Mem. 1.4.4; σκόπει πρὸς ποτέρους διαλέγῃ Pl.R. 528a, etc.: sometimes the two objects referred to follow in apposition, ἐρωτώσης τῆς μητρός, π. καλλίων.. δοκεῖ εἶναι, ὁ πατὴρ ἢ οὗτος X.Cyr.1.3.2, cf. Mem.1.6.9; πότερος... ὁ ἰατρὸς ἢ ὁ ὀψοποιός; Pl.Grg. 464d, cf. 498a, etc.; modified by τις, Id.Lg.715a, etc.; repeated in the same sentence, πότερος ποτερου φίλος γίγνεται; Id.Ly.212a.
II neut. πότερον and πότερα (interchangeable, πότερον δέδρακεν ἢ οὔ, καὶ πότερ' ἄκων ἢ ἑκών; D.23.79, cf. X.Mem.3.6.16), as adverb at the beginning of an interrog. sentence containing two alternative propositions, the second being connected by ἤ.., whether.. or,
a in direct questions, Pi.P.11.22, Fr.213, B.17.33, Hdt.1.88, etc.; τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; A. Pers.351, etc.; πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Id.Ch.120, cf. Supp.336.
b in indirect questions, ἐπείρεσθαι κότερα τὴν ἑωυτοῦ ἢ τὴν Κύρου λέγοι ἀρχήν Hdt.1.91, cf. 3.32, etc.: the Verb is sometimes repeated, π. οὐδενὶ δύναται ἀρέσαι, ἢ ἔστιν οἷς καὶ πάνυ ἀρέσκει; X.Mem. 2.3.6: sometimes π. precedes the common Verb, π. βούλοιτο μένειν ἢ ἀπιέναι; Id.Cyr.1.3.15, cf. Oec.18.1.
2 sometimes a third clause (with ) is inaccurately added, κότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; Hdt. 3.82, cf. A.Supp.247, S.OT112; and a fourth, Id.El.539.
3 the second alternative is sometimes left to be supplied, πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τάδε (sc. ἢ μή..); Id.Ph.1235, cf. OC333, A.Pers.239, Th.94 (lyr.), Ag.274, Pl.Sph.228a, R.501d, etc.
4 πότερον is sometimes omitted in the first clause, ἐπισκέψασθαι... ὀρθὴ ἢ ψευδής Id.Tht.161d, cf. Lg. 670b.
5 in affirmative sentences, π.. ἤ, either.. or, Corn.ND14, al.; so π… ἤ.. ἤ ib.27.
III indef., one of other, either of the two, τί οὐ λέγει π. ὑμῶν; Pl.La.181d; τούτων ποτέροις ἐπακολουθῆσαι Id.Chrm.171b, cf. R.499c, Phlb.20e, Tht.145b, etc.; ἅτεροι πότεροι, = ὁποτεροιοῦν, SIG421.31 (Thermon, iii B. C.): for ὁπότερος, ἐξέστω αὐτῷ πότερον ἂν βούληται, ἤ.. ἤ.. Abh.Berl.Akad.1925(5).7 (Cyrene, iii B. C.): in this sense Phot. would make it oxyt. ποτερός, ά, o/n.
IV Adv. ποτέρως, v. sub voc. (I.-E. qu̯o-tero-s, cf. Skt. katarás, Goth. hwapar 'which of two?')

German (Pape)

[Seite 689] (οσ, ἕτερος), ion. κότερος, – 1) welcher von beiden? bei Hom. nur einmal, in indirecter Frage, Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη, Il. 5, 85; πότερος περὶ τῶν χρηστῶν σιτίων ἐπαΐει, ὁ ἰατρὸς ἢ ὁ ὀψοποιός, Plat. Gorg. 464 d, vgl. Crat. 403 c Gorg. 521 a; öfter auch in indirecter Frage, σκόπει, πρὸς ποτέρους διαλέγει, Rep. VI, 527 e; Folgde. – Bes. häufig ist πότερον im ersten Gliede einer Doppelfrage, wie das lat. utrum, ob, πότερον ἄρα – ἤ, Pind. P. 11, 22; τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες, μάχης, ἢ παῖς ἐμός; Aesch. Pers. 343, u. öfter; Soph., Eur., Ar. u. in Prosa. Eben so oft auch im plur., πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Aesch. Ch. 118; Suppl. 331 u. öfter, Soph., Eur. u. Ar., wie in Prosa, sowohl in directer als indirecter Frage; vgl. noch Xen. Hell. 3, 5, 22; selten in einfacher Frage, wie πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τάδε; Soph. Phil. 1219, vgl. O. C. 334, wo das zweite Frageglied aus dem Zusammenhange zu ergänzen ist; Aesch. Pers. 235; Anaxandrid. bei Ath. IV, 166, d; so auch Plat. Soph. 228 a Polit. 284 d; Xen. Cyr. 1, 3, 15. – 2) indefin. Einervonbeiden, τί οὖν λέγει πότερος ὑμῶν; Plat. Lach. 181 d; ὅ φησι τούτων πεπονθέναι πότερον, Soph. 259 d; τούτων πότερα γενέσθαι ἢ ἀμφότερα ὡς ἄρα ἐστὶν ἀδύνατον, Rep. VI, 499 c. Nach Phot. lex. müßte in dieser Bdtg ποτερός geschrieben werden.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. interr.
lequel des deux ? κότερα (ion.) τούτων αἱρετώτερά ἐστι ; HDT laquelle de ces deux choses est préférable ? dans le disc. indir. ἐρωτώσης τῆς μητρὸς πότερος καλλίων δοκεῖ εἶναι ὁ πατὴρ ἢ οὗτος XÉN sa mère lui demandant lequel des deux lui paraissait être le plus beau, son père ou celui-ci (son grand-père) ; adv. au neutre • πότερον ou • πότερα (cf. lat. utrum… an) : τίνες κατῆρξαν πότερον Ἕλληνες μάχης ἢ παῖς ἐμός ; ESCHL lequel des deux a commencé le combat, les Grecs ou mon fils ?
Étymologie: *πός, cf. lat. uter p. *cuter, skr. kataras.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότερος -α -ον, Ion. κότερος -η -ον [~ πο-] pron. interrog. dir. en indir. wie van beiden, welke van de twee?:. οὐκ ἂν γνοίης ποτέροισι μετείη je kon niet zien bij welke partij hij hoorde Il. 5.85; κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι welk van die beide zaken is verkieslijker? Hdt. 3.52.3; πότερος..., ὁ ἰατρὸς ἢ ὁ ὀψοποιός; wie van beiden: de arts of de kok? Plat. Grg. 464d. pron. indef. (nooit op eerste plaats van de frase) één van de twee:. τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν; waarom praat geen van jullie beiden? Plat. Lach. 181d. n. adv. sing. en plur. πότερον en πότερα, alg. in tweeledige vragen, gevolgd door ἤ dir. vraag πότερον... ἤ (π. blijft onvertaald)... of:; τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; wie zijn begonnen: de Grieken of mijn zoon? Aeschl. Pers. 351; indir. vraag of... of, of... dan wel:; ἐπείρεσθαι κότερα τὴν ἑωυτοῦ ἢ τὴν Κύρου λέγοι ἀρχήν vragen of hij zijn eigen rijk of dat van Cyrus bedoelde Hdt. 1.91.4; soms met derde alternatief:; κότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίας ἢ μουνάρχου van de democratie, of van de oligarchie, of van de monarchie? Hdt. 3.82.5; vaak zonder het tweede alternatief soms?:. πότερα δή κερτομῶν λέγεις τάδε zeg je dit soms om mij voor de gek te houden? Soph. Ph. 1235; πότερον ταῖς ναυσίν soms (vertrouwend) op onze schepen? Thuc. 1.80.4. adv. ποτέρως op welke wijze?

Russian (Dvoretsky)

πότερος: ион. κότερος 3
1 который (из обоих): κότερα τὰ τῇ προτεραίη εἶχον Her. (Кир спросил), что из обоих они предпочитают; π. ποτέρου φίλος γίγνεται; Plat. кто кому приходится другом?;
2 какой (кто)-нибудь, тот или другой (из обоих): τί οὐ λέγει π. ὑμῶν; Plat. почему бы не высказаться кому-нибудь из вас (обоих об этом)? - см. тж. πότερον.

English (Autenrieth)

which (of two)? Pl., which party?

English (Thayer)

ποτερα, πότερον (from Homer down), which of two; πότερον ... ἡ, utrum ... an, whether ... or (Winer's Grammar, § 57,1b.; Buttmann, 250 (215)): John 7:17.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, και ιων. τ. κότερος, -η, -ον, Α
Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις)
1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ.
β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ.
γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων δοκεῖ εἶναιπατήρ ἢ οὖτος», Ξεν.)
2. μερικές φορές προστίθεται και τρίτο σκέλος, σπανίως και τέταρτο στην ερώτηση («πότερα δ' ἐν οἴκοις, ἢ ν' ἀγροῖς ὁ Λάϊος, ἢ γῆς ἐπ' ἄλλης τῷδε συμπίπτει φόνῳ», Σοφ.)
II. (ως αόρ. αντων.)
1. ένας απ' τους δύο, κάποιος απ' τους δύο («τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν»; Πλάτ.)
2. χρησιμοποιείται σπανίως αντί του ὁπότερος («ἐξέστω αὐτῷ πότερον ἂν βούληται, ἢ... ἢ...»).
επίρρ...
ποτέρως
1. με ποιον από τους δύο τρόπους; («ποτέρως γὰρ ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῑεν, ἀργοῦν τες ἢ τῶν χρησίμων ἐπιμελούμενοι»; Ξεν.)
2. (σε πλάγιες ερωτήσεις) πώς; (α. «διορίσαι ποτέρως λέγεις», Πλάτ.
β. «διερευνήσεσθαι... ποτέρως ἔχει», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτ. αντων. πό-τερος έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτ. και αορ. αντωνυμιών με επίθημα -τερος (πρβλ. ἕτερος, ἑκάτερος) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. katara- (για τον ιων. τ. κότερος βλ. λ. πο-)].

Greek Monotonic

πότερος: -α, -ον, Ιων. -κότερος, -η, -ον (*πός),
I. ποιος από τους δύο; Λατ. uter? σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις, ὁπότερος είναι ο αναφορ. τύπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
II. 1. ουδ. πότερον, πότερα, ως επίρρ. στην αρχή ερωτημ. πρότασης· περιέχει δύο διαζευκτικές προτάσεις, πότερον... ἤ..., Λατ. utrum... an..., είτε... είτε..., τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; σε Αισχύλ.· πότερ' ἄκωνἑκών; σε Δημ.
2. ενίοτε μια τρίτη πρόταση (με το ) προστίθεται μη ορθώς, πότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; σε Ηρόδ.
3. δεύτερη διαζευκτική πρόταση μερικές φορές παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη, πότερα δὴκερτομῶν λέγεις τάδε (ἢ μή...), σε Σοφ.
III. χωρίς ερώτηση, όπως το ἅτερος, ο ένας από τους δύο, Λατ. alteruter, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πότερος: α, ον Ἰων. κότερος, η, ον, (ἴδε *πός)· ― τίς ἐκ τῶν δύο; Λατ. uter? ἔν τε εὐθείαις καὶ ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ὁπότερος δὲ εἶναι ὁ ἀναφορικὸς τύπος· ― παρ’ Ὁμ. μόνον πλαγίῳ λόγῳ, οὐκ ἄν γνοίης ποτέροισι μετείη Ἰλ. Ε. 85· κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι...; Ἡρόδ. 3. 52, πρβλ. 1. 126· πότερα τύχης καὶ πότερα γνώμης ἔργα κρίνεις; Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· σκόπει πρὸς ποτέρους διαλέγει Πλάτ. Πολ. 527Ε, κτλ.· ― ἐνίοτε τὰ δύο τινὰ εἰς ἃ τὸ πότερος ἀναφέρεται ἀκολουθοῦσιν ἐν παρενθέσει, ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… δοκεῖ εἶναι, ― ὁ πατὴρ ἢ οὗτος Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2, πρβλ. Ἀπομν. 1. 6, 9· πότερος…, ὁ ἰατρὸς ἢ ὁ ὀψοποιός; Πλάτ. Γοργ. 464D, πρβλ. 498Α, κτλ.· ― τροποποιεῖται ἡ ἐρώτησις διὰ τοῦ τις. Πλάτ. Νόμ. 715Α, κτλ.· ― ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, πότερος ποτέρου φίλος γίγνεται; ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 212Α. ΙΙ. οὐδ. πότερον καὶ πότερα, ὡς ἐπίρρ., ἐν ἀρχῇ ἐρωτηματικῆς προτάσεως περιεχούσης δύο προτάσεις, ὧν ἡ δευτέρα συνάπτεται διὰ τοῦ ἤ..., ὡς ἐν τῇ Λατ. utrum..., an... α) Πινδ. Π. 11. 35 κἑξ., Ἀποσπ. 232, Ἡρόδ. 1. 88, κτλ.· τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351, κτλ.· πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 120, πρβλ. Ἱκέτ. 335. β) ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, ἐπείρεσθαι κότερα τὴν ἑωυτοῦ ἢ τὴν Κύρου λέγοι ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 91, πρβλ. 3. 32, κτλ.· ― τὸ ῥῆμα ἐνίοτε ἐπαναλαμβάνεται, πότερον οὐδενὶ δύναται ἀρέσαι, ἢ ἔστιν οἷς καὶ πάνυ ἀρέσκει; Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 6· ― ἐνίοτε τὸ πότερον προτάσσεται τοῦ κοινοῦ εἰς ἀμφοτέρας τὰς προτάσεις ῥήματος, πότερον βούλοιτο μένειν ἢ ἀπιέναι; Ξεν. Κύρ. 1. 3, 15, πρβλ. Οἰκ. 18, 1· ― οὐδεμία διάκρισις δύναται νὰ ὑπάρξῃ μεταξὺ τοῦ πότερον καὶ πότερα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Δημ. 646. 22, πότερον δέδρακεν ἢ οὔ, καὶ πότερ’ ἄκωνἑκών; πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 16. 2) ἐνίοτε παρὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἐκφράσεως συνάπτεται καὶ τρίτη πρότασις (διὰ τοῦ ῆ) οἷον πότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 112· καὶ τετάρτη δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 539. 3) ἐνίοτε τό δεύτερον τῶν μερῶν παρασιωπᾶται, πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τάδε [ἢ μή…]; Σοφ. Φ. 1235, πρβλ. Ο. Κ. 333, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239, Θήβ. 95, Ἀγ. 274, Πλάτ. Σοφιστ. 228Α, Πολ. 501D, κτλ. 4) τὸ πότερον ἐνίοτε παραλείπεται ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει, ἐπισκέψασθαι…, ὀρθὴ ἢ ψευδὴς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 161D, πρβλ. Νόμ. 670Β. ΙΙΙ. ἄνευ ἐρωτ., ὡς τὸ ἅτερος, Λατ. alteruter, τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν; ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 181D· τούτων ποτέροις ἐπακολουθῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 171Β, πρβλ. Πολ. 499C, Φίληβ. 20Ε, Θεαίτ. 145Α, κτλ.· ― Κατὰ Φώτιον (σ. 445, 18): «πότερον: τὸ πευστικὸν βαρυτόνως· ὀξυτόνως δὲ ποτερός, ἅτερος· καὶ προστιθέντες τὸ ἕτερον λέγουσι συνήθως ἕτερον».

Frisk Etymological English

Grammatical information: pron. adj.
Meaning: which or who of both? (Il.).
Other forms: Ion. κότερος.
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- which?
Etymology: Old pronoun, identical with Skt. katará-, Goth. hvaÞar, Lith. katràs etc., IE *kʷo-teros (cf. on πόθεν); on the changing acc. Schwyzer 381. Further forms from other languages w. details a. lit. e.g. in WP. 1, 521, Pok. 645 f.

Middle Liddell

πότερος, η, ον [*πός]
I. whether of the two? Lat. uter? both in direct and indirect questions, ὁπότερος being the relat. form., Il., Hdt., Attic
II. neut. πότερον, πότερα, as adv. at the beginning of an interrog. sentence containing two alternative propositions, πότερον . ., ἤ . ., Lat. utrum . ., an . ., whether . . or . ., τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; Aesch.; πότερ' ἄκωνἑκών; Dem.
2. sometimes a third clause (with ἤ) is inaccurately added, πότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; Hdt.
3. the second alternative is sometimes left to be supplied, πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τάδε [ἢ μή . .]; Soph.
III. without interrog., like ἅτερος, either of the two, Lat. alteruter, Plat.

Frisk Etymology German

πότερος: (seit Il.),
{póteros}
Forms: ion. κότερος
Meaning: ‘welcher od. wer von beiden?’.
Etymology: Altes Pronomen, mit aind. katará-, got. hvaþar, lit. katràs usw. formal und begrifflich identisch, idg. *qʷo-teros (vgl. zu πόθεν); zum schwankenden Akz. Schwyzer 381. Weitere Formen aus anderen Sprachen m. Einzelheiten u. Lit. z.B. bei WP. 1, 521, Pok. 645 f.
Page 2,586

English (Woodhouse)

which of two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

utrum, whether, 1.80.4. 6.38.5.