εκατόμφυλλος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που έχει εκατό φύλλα, ο εκατοντάφυλλος
2. το ουδ. ως ουσ. το εκατόμφυλλο
είδος μεγάλου ρόδου που έχει πολλά πέταλα.