εκδίκαση

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκδίκασις)
νεοελλ.
διεξαγωγή δίκης
αρχ.
εκδίκηση.