εκδιδάσκω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐκδιδάσκω (Α)
1. διδάσκω λεπτομερώς
2. διδάσκω, καθοδηγώ κάποιον να συμπεριφέρεται έτσι ή αλλιώς.