εκδιδάσκω

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ἐκδιδάσκω (Α)
1. διδάσκω λεπτομερώς
2. διδάσκω, καθοδηγώ κάποιον να συμπεριφέρεται έτσι ή αλλιώς.