διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ἐκδιδάσκω (Α)1. διδάσκω λεπτομερώς2. διδάσκω, καθοδηγώ κάποιον να συμπεριφέρεται έτσι ή αλλιώς.