εκκύκλημα
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
το (AM ἐκκύκλημα Α και ἐκκύκληθρον)
ξύλινο μηχάνημα με τροχούς στο αρχαίο θέατρο για να φαίνεται το εσωτερικό της σκηνής και όσα διαδραματίζονταν εκεί.