εκλάμπω

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκλάμπω)
ακτινοβολώ, αστράφτω
αρχ.
1. (για ήχο) ακούγομαι καθαρά
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω
3. αστρολ. διαυγάζω.