πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
ἐκνέμω (AM)
1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας
2. κατοικώ
3. μέσ. απομακρύνω
4. εξέρχομαι
5. μοιράζω, απονέμω
6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι.