ἐκνέμω (AM)1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας2. κατοικώ3. μέσ. απομακρύνω4. εξέρχομαι5. μοιράζω, απονέμω6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι.