εκνέμω

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

ἐκνέμω (AM)
1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας
2. κατοικώ
3. μέσ. απομακρύνω
4. εξέρχομαι
5. μοιράζω, απονέμω
6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι.