εκναυστολώ
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
ἐκναυστολῶ (ἐκναυστολέω) (Μ)
εκπλέω, αποπλέω εναντίον κάποιας περιοχής.
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
ἐκναυστολῶ (ἐκναυστολέω) (Μ)
εκπλέω, αποπλέω εναντίον κάποιας περιοχής.