αναθυμίαση
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
η (Α ἀναθυμίασις) ἀναθυμιῶ
διάχυση αερίων, κυρίως δύσοσμων ή δηλητηριωδών, απόπνοια
νεοελλ.
δυσάρεστη ή επιβλαβής οσμή.