εκταφή

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

η
1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα
2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα.