εκφθείρω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

ἐκφθείρω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (στους κωμικούς) ξεκουμπίζομαι, απέρχομαι.