μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ἐκφθείρω (Α)1. καταστρέφω εντελώς2. (στους κωμικούς) ξεκουμπίζομαι, απέρχομαι.