εκφθείρω

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ἐκφθείρω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (στους κωμικούς) ξεκουμπίζομαι, απέρχομαι.