ἐκφθείρω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
destroy utterly, Scymn.344, Str.17.1.44, etc.:—Pass., ἐκφθείρομαι to be undone, ruined, ἐξεφθαρμένη E.Hec.669: Com., 'go to the devil', ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ' ὅποι Ar.Pax72; ἐκφθείρου Luc.DMeretr.15.2.
Spanish (DGE)
1 destrozar, aniquilar c. ac. de pers. y asim. αὔτανδρον ἐξέφθειραν ἐπιφανῆ πόλιν Scymn.344, αὐτούς Str.17.1.44, en v. pas. ὄλωλας ... ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη E.Hec.669, τὸ γένος ... ἐξεφθάρη πᾶν Plb.4.46.4, ἡ πλείστη μοῖρα τοῦ Ἑλληνικοῦ ... ἐξεφθάρη πανωλεθρίᾳ Ph.2.302, σῶμ<α πνεύμα>τος ἐκφθαρέντος φθείρεται S.E.M.2.31, cf. I.AI 5.174, App.BC 3.86.
2 en v. med.-pas. desaparecer, perderse, fig. largarse en uso coloquial ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ' ὅποι largándose a no sé dónde Ar.Pax 72, ἐκφθείρου Luc.DMeretr.15.2.
German (Pape)
[Seite 785] ganz zu Grunde richten, Scymn. 343. Gew. pass. zu Grunde gehen, Eur. Hec. 669; schlecht davonkommen, Ar. Par 72; ἐκφθείρου, scheer dich zum Henker hinaus, Luc. D. Meretr. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
détruire de fond en comble ; Pass. être détruit, ruiné.
Étymologie: ἐκ, φθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφθείρω: καταστρέφω ἐντελῶς, Σκύμν. 343: ‒ ἀλλαχοῦ μόνον ὡς παθ. ἐκφθείρομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, ἄπαις, ἄνανδρος, ἄπολις, ἐξεφθαρμένη Εὐρ. Ἑκ. 669· παρὰ κωμ. ἁπλῶς ἀπέρχομαι, «ξεκουμπίζομαι», «πηγαίνω ᾿ς τἀνάθεμα», ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ᾿ ὅποι Ἀριστοφ. Εἰρ. 72· ἐκφθείρου, «ξεκουμπίσου ἀπ᾿ ἐδῶ», Λατ. abi in malam rem! Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2· πρβλ. φθείρω ΙΙ. 1.
Greek Monolingual
ἐκφθείρω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (στους κωμικούς) ξεκουμπίζομαι, απέρχομαι.
Greek Monotonic
ἐκφθείρω: μέλ. -φθερῶ, Παθ. αόρ. βʹ ἐξέφθαρην [ᾰ], καταστρέφω εντελώς — Παθ. ἐκφθείρομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Ευρ.· εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με όλα μου τα υπάρχοντα, εξολοθρεύομαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -φθερῶ aor2 pass. ἐξέφθαρην
to destroy utterlyPass. ἐκφθείρομαι, to be undone, ruined, Eur.: to vanish, pack off, Ar.