ελίκη

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ἑλίκη, η (Α)
1. ο αστερισμός της μεγάλης άρκτου
2. το ελικοειδές τμήμα του κοχλία
3. το ελικοειδές τμήμα τών εντέρων
4. η ιτιά.