ατέλεια
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
η (AM ἀτέλεια, Α και ἀτελείη και ιων. -ληίη και δωρ. ἀτέλεα ατελής
1. έλλειψη τελειότητας ή εγκυρότητας
2. απαλλαγή από δημόσια τέλη ή φόρους
νεοελλ.
1. ελάττωμα, μειονέκτημα
2. φρ. α) «ταχυδρομική ατέλεια» — το προνόμιο που χορηγείται από τον Νόμο της απαλλαγής από την υποχρέωση να φέρουν οι επιστολές και άλλα αντικείμενα το κανονικό γραμματόσημο
β) η απαλλαγή επιχείρησης από την υποχρέωση να καταβάλλει φόρους ή δασμούς, η οποία χρησιμοποιείται ως κίνητρο για επενδύσεις κεφαλαίων ή προώθηση κλάδων του εμπορίου
γ) «ατέλεια θεαμάτων» — ειδική άδεια ελεύθερης εισόδου σε θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ. (κυρίως για καλλιτέχνες, κριτικούς κ.λπ.)
αρχ.
1. απαλλαγή από δημόσιες υποχρεώσεις και καθήκοντα
2. απολαβή
3. απόλαυση
4. φρ. «ἐξ ἀτελείας» — χωρίς πληρωμή, δωρεάν.