έλαση

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔλασις)
νεοελλ.
1. η έλξη οχήματος από ζώο
2. σφυρηλασία μετάλλων
3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ.