ελαφικός

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

ἐλαφικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφι
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόν
το ελαφόβοσκον.