ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
ἐλαφικός, -ή, -όν (AM)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφιαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόντο ελαφόβοσκον.