ελευθεροστομία

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

η (AM ἐλευθεροστομία)
το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων.