ελικοδρόμος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἑλικοδρόμος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς
2. κυκλικός.