ελλός

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

(I)
ἑλλός και ἐλλός, ο (Α)
ελαφάκι, νεβρός.
(II)
ἐλλός, -ή, -όν (Α)
έλλοψ.