ελλύχνιο

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐλλύχνιον)
1. φιτίλι του λυχναριού
2. φρ. «ἐλλυχνίου ὄζει»
(για πεζά ή ποιητικά κείμενα) είναι γραμμένο με πολύ κόπο (συνήθως χωρίς έμπνευση) στο φως του λυχναριού.