εμβολισμός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβολισμός)
νεοελλ.
1. η προώθηση του βλήματος με τη βοήθεια του εμβολέα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου
2. η εκτέλεση μιας ολόκληρης διαδρομής του εμβόλου τών μηχανών
3. η προσβολή πλοίου με έμβολο κατά την εμβολή
μσν.
εμβόλιμη ημέρα
αρχ.
παρεμβολή.