εμβρίθεια
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek Monolingual
η (AM ἐμβρίθεια)
μσν.- νεοελλ.
σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητα
αρχ.-μσν.
αυστηρότητα
αρχ.
αδρομερής διατύπωση.