ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
η (AM ἐμβρίθεια)μσν.- νεοελλ.σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητααρχ.-μσν.αυστηρότητααρχ.αδρομερής διατύπωση.