εμμενής

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ἐμμενής, -ές (Α)
1. σταθερός, επίμονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές
σταθερότητα, επιμονή
3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα.