ἐμπειροπόλεμος

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπειροπόλεμος Medium diacritics: ἐμπειροπόλεμος Low diacritics: εμπειροπόλεμος Capitals: ΕΜΠΕΙΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: empeiropólemos Transliteration B: empeiropolemos Transliteration C: empeiropolemos Beta Code: e)mpeiropo/lemos

English (LSJ)

ἐμπειροπόλεμον, experienced in war, D.H.6.14, Ph.1.426: Sup., App.BC3.97. Adv. ἐμπειροπολέμως ib.2.36.

Spanish (DGE)

-ον
I 1experto en la guerra, experto militar, δύναμις D.H.6.14, ἄνδρες Plu.Comp.Aem.Tim.1.4, Μανίλιος οὐδὲ τἆλλα ὢν ἐ. App.Pun.102, de las amazonas Anecd.Ludw.31.21
subst. τὸ ἐμπειροπόλεμον la experiencia guerrera de los romanos, D.H.12.7.
2 fig. curtido en la lucha dialéctica, Ph.1.325, espiritual, Cyr.Al.M.71.1060D, Nil.M.79.464A.
II adv. -ως de acuerdo con la experiencia militar εὐσταθεῖν App.BC 2.36.

German (Pape)

[Seite 811] im Kriege erfahren; D. Hal. 6, 14; Plut. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειροπόλεμος: опытный в военном деле, обладающий боевым опытом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειροπόλεμος: -ον, πεπειραμένος εἰς τὸν πόλεμον, Διον. Ἁλ. 6. 14 Φίλω 1. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπειροπόλεμος, -ον)
αυτός που έχει πείρα της στρατιωτικής ζωής και της τεχνικής τών μαχών.