εμπυρευμάτιση
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμπυρευματίζω, η τοποθέτηση του εμπυρεύματος για την ανάφλεξη κάποιας εκρηκτικής ύλης.