εμφατικός

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφατικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός.
επίρρ...
ἐμφατικώς, -ά
με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς.