εμφατικός
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμφατικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός.
επίρρ...
ἐμφατικώς, -ά
με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς.