ἐμφατικός
English (LSJ)
ἐμφατική, ἐμφατικόν, forcible, expressive, Phld.Rh.1.326S.: Comp., Demetr.Eloc.51. Adv. ἐμφατικῶς Phld.Po.5.1425.29, Gal.17(1).826: Comp. ἐμφατικώτερον Hsch. (Freq. f.l. for ἐμφαντικός, as A.D.Adv.131.23: so in Adv. ἐμφατικῶς S.E.M.1.194.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφαντικός q.u.
I 1ret. y lit. expresivo de términos que significan más de lo que por sí mismos dicen, sugerente τὸ γὰρ «λείβει» τοῦ «τήκει» ἐμφατικώτερον Demetr.Eloc.51, τοῦτο γὰρ ἐμφατικώτερον τῷ «ἐξῆλθεν» ὠνόμασε con «ἐξῆλθεν» lo dijo más expresivamente Origenes Fr.18 in Lam.
•enfático ἔστιν ἐμφατικὸν τὸ «οὔτε» δὶς λεγόμενον Sch.Er.Il.1.108a.
2 de signos o símbolos que expresa, indicativo, significativo τῶν προσνεύσεων ... ὡς εὐλογωτέρας τε καὶ ἐμφατικωτέρας παρειλήφαμεν ... las inclinaciones (de un astro con relación al horizonte) que tomamos en consideración por ser las más lógicas y significativas ... Ptol.Alm.6.11, c. gen. ἡνωμένου Dam.Pr.69 (p.97)
•gram. que expresa, que comporta sentido c. gen. αἱ δύω προσώπων ἐμφατικαὶ συνθέσεις A.D.Synt.182.24, καὶ γὰρ τὸ ποτὲ ἐφθάρθαι καὶ τὸ φθείρεσθαι χρόνων ἐστὶν ἐμφατικά pues el «haber sido alguna vez destruido» y el «estar siendo destruido» expresan tiempo S.E.M.10.188, αἱ δὲ ἐγκλινόμεναι (ἀντωνυμίαι) οὔποτε γένους ἐμφαντικαί Trypho Fr.32.
II adv. -ῶς
1 de modo sugerente o evocador φράζειν ref. la dicción poética Phld.Po.1.57.1, cf. 209.5.
2 con fuerza, con intensidad, enfáticamente ἐ. ἄγαν τῇ μεταφορᾷ χρησάμενος Gal.17(1).826, cf. S.E.M.1.194, ἵνα ἐ. ὁ λόγος διδάξῃ Origenes Hom.9 in Lc.p.64, cf. Sch.Ar.Ach.78.
3 expresa, manifiestamente ἡ πνευματικὴ γνῶσις ἐ. χαρακτηρίζει τὸ Θεῖον Cyr.Al.M.77.1253C.
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, oft v.l. ἐμφαντικός, darstellend, bezeichnend; πάθους, πράξεως, Plut. Symp. 9, 15, 2; nachdrücklich, παράκλησις ἐμφαντική, Pol. 18, 6, 2; bes. adv., Pol. 11, 12, 1; ἐμφαντικώτερον, 12, 27, 10. Häufig bei Schol., s. ἔμφασις.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφᾰτικός: Polyb., Plut., Sext. (тж. v.l.) = ἐμφαντικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἔμφασιν, ἐκφραστικός, ἴδε ἐμφαντικὸς ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμφατικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός.
επίρρ...
ἐμφατικώς, -ά
με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς.