εμφερής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμφερής, -ές)
όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής («καὶ τὸ μάλιστα τῷ ἐμῷ πάθει ἐμφερές», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «καὶ τὰ ἐμφερῆ» — και τα όμοια, και τα τοιαύτα.
επίρρ...
εμφερώς
παρεμφερώς, παρομοίως.