ἐμφερής
English (LSJ)
ἐμφερές, answering to, resembling, ἀνθέμοισι Sapph.85, freq. in Hdt., as 2.76, al.: Sup., 3.37, al.; also in Trag. and Ar., as A.Ch.206, Supp.279 (Comp.), S.Aj.1152, Ar.Nu.502; ἐ. τινι τοὺς τρόπους Id.V.1103 (Sup.); also in Prose, X.Cyr.5.5.31, Arist.HA26a6, Thphr.HP7.6.3, Phld.D.3Fr.66, Ph.1.316 (Sup.), etc.; καὶ τὰ ἐμφερῆ = 'and the like', Sor.1.2. Adv. ἐμφερῶς = similarly, D.L.6.103; ἐμφερῶς ἔχειν τινί Ath.1.27a: Sup. ἐμφερέστατα Ar.Fr.68.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. fem. ἐμφέρη<ν> Sapph.132.2, plu. neutr. no contr. ἐμφερέα Hdt.2.92]
1 semejante, parecido c. dif. regímenes:
a) sólo c. dat. del segundo término de la comparación χρυσίοισι ἀνθέμοισιν ἐμφέρη<ν> ἔχοισα μόρφαν Sapph.132.2, βροτείοις ἐμφερεῖς μορφώμασιν A.Eu.412, κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα Hdt.2.92, τις ἐ. ἐμοί S.Ai.1153, cf. Ar.Nu.502, X.Cyr.5.5.31, Moschio Trag.6.4, δίαιτα ... αὐτὴ ἑωυτῇ ἐ. αἰεί Hp.Acut.28, cf. Str.3.2.4, ἱστίοις Ph.2.149, τῷ ἀμώμῳ Dsc.1.15.2, cf. 3.15.1, D.S.20.41, D.H.Dem.40.8, Paus.8.4.7, Eus.PE 2.6.18, PLeid.X.46, Procop.Aed.1.2.7, en compar. y sup. Λιβυστικαῖς ... ἐμφερέστεραι γυναιξίν ἐστε κοὐδαμῶς ἐγχωρίαις A.Supp.279, τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστα κῃ ἐμφερέστατα Hdt.2.76, c. el dat. impl. τὴν πίτταν ἐμφερεστέραν τῆς πίτυος Thphr.HP 3.9.4, ἐμφερέστερον γὰρ οὐδὲν γηγενὲς ἀνθρώπου Θεῷ nada nacido es más semejante a Dios que el hombre Ph.1.15, ἐμφερέστερον εἶναι Πλάτωνα Ὁμήρῳ μᾶλλον ἢ Σωκράτει Max.Tyr.26.3;
b) c. dat. del segundo término y diversos referentes: c. ac. de rel. (ἴβις) πρόσωπον ἐ. τῇ ἑτέρῃ Hdt.2.76, ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν σκληρότητα Arist.HA 626a6, ἐ. τὴν μορφὴν ... τῷ τοῦ σησάμου λοβῷ Thphr.HP 3.18.13, cf. Str.17.3.19, I.AI 3.28, 8.177, Plu.Per.7.1, Gal.1.624, en sup. τὴν δίαιταν σφηξὶν ἐμφερεστάτους Ar.V.1103
•c. dat. limitativo αἱ ἡλικίαι τῇσιν ὥρῃσιν ἐμφερέες εἰσὶ ... τρόπῳ en cuanto al carácter, las edades son semejantes a las estaciones Hp.Hum.19, ἐμφερὲς τῇ στενότητι τῶν φύλλων τοῖς τοῦ κρίνου Thphr.HP 4.8.9, τῷ τύπῳ τοῖς κύρτοις ἐμφερές D.S.3.37, (Ἀκυϊτανοί) τοῖς σώμασιν ἐμφερεῖς Ἴβηρσι μᾶλλον ἢ Γαλάταις Str.4.1.1, cf. Sor.1.19.10
•c. constr. prep. ἐμφερὴς μὲν (ἐκείνῃ) κατὰ τὸ σύμπαν D.H.20.2;
c) abs. semejante, del mismo tipo u orden ἡ γλῶσσα ἐ. ἐστι ἀλλήλοισι unos y otros tienen la misma lengua Hdt.2.105, c. subst. plu. o varios subst. coordinados ἄνισόν ἐστι ... παρὰ τὴν ἡλικίαν ... καὶ παρ' ἄλλας ἐμφερεῖς ἐξαλλαγάς Sor.1.6.65, ὑπαρκτὴ τέχνη ... οἷον ἰατρικὴ μὲν ... κιθαριστικὴ δὲ ... καὶ πᾶσαι αἱ ἐμφερεῖς S.E.M.11.188, πᾶσαι μὲν εἰκόνες, οὐ πᾶσαι δὲ ἐμφερεῖς Clem.Al.Prot.12.120, ἐμφερεῖς φησιν εἶναι μελάνουρον καὶ κορακῖνον Ath.308d;
d) neutr. como adv. de forma semejante ὑμᾶς ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Men.Cith.fr.1.7, en sup. ἀνέχασκον εἷς ἕκαστος ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων Ar.Fr.67.
2 adv. ἐμφερῶς = de forma semejante a c. dat. ταῖς ... χορδαῖς ἐ. ἠχεῖ Aristid.Quint.79.9, cf. D.L.6.103, Clem.Al.Strom.2.20.112
•ἐμφερῶς ἔχειν = ser semejante ὁ Βυξεντῖνος ἐ. ἔχει τῷ Ἀλβανῷ el (vino) bujentino es semejante al albano Ath.27a, τὰ ἔργα ἐμφερῶς ἔχει πρὸς ἄλληλα Them.Or.27.338d.
German (Pape)
[Seite 819] ές, gleichkommend, ähnlich, τινί τι, Einem worin, Her. 2, 76. 93. 105; neben ὅμοιος, Aesch. Ch. 204; im compar. Suppl. 276; Soph. Ai. 1131; τοὺς τρόπους Ar. Vesp. 1103; auch in spät. Prosa, wie D. Sic. Plut. Timol. 8 u. A. – Adv. ἐμφερῶς, Timon. bei D. L. 6, 103 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ressemblant, qui ressemble à : τινι à qqn ou à qch;
Cp. ἐμφερέστερος, Sp. ἐμφερέστατος.
Étymologie: ἐμφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφερής: сходный, похожий, подобный (τινι Her., Aesch., Soph., Arph., Plut.; τινί τι Arph., Plut. и κατά τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφερής: -ές, ὅμοιος, τινί, συχνὸν παρ’ Ἡροδ., ὡς ἐν 2. 76, 92, 105· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., 3. 37., 4. 74 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 206, Εὐμ. 412, Σοφ. ἐν Αἴ. 1152, Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 503· ἐμφερής τινι τοὺς τρόπους ὁ αὐτὸς ἐν Σφ. 1102· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁμοίως Διογ. Λ. 6. 103· ἐμφερῶς ἔχειν τινὶ Ἀθήν. 27Α· ὑπερθ. -έστατα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49. Πρβλ. προσφερής, προσεμφερής.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐμφερής, -ές)
όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής («καὶ τὸ μάλιστα τῷ ἐμῷ πάθει ἐμφερές», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «καὶ τὰ ἐμφερῆ» — και τα όμοια, και τα τοιαύτα.
επίρρ...
εμφερώς
παρεμφερώς, παρομοίως.
Greek Monotonic
ἐμφερής: -ές (ἐμφέρω), παρόμοιος, όμοιος, τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. προσφερής.
Middle Liddell
ἐμφερής, ές adj ἐμφέρω
answering to, resembling, τινί, Hdt., Attic: cf. προσφερής.