Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ήλιξ

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος
3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» — σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σFālıξ. To F διατηρείται στον κρητικό τ. Fαλικιώτης «συνομήλικος». Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swe- «ιδιαίτερος», από την οποία προέρχονται και οι αντωνυμίες ε, εός και συνδέεται με το αρχ. ελλ. έ-της «συγγενής» και το αρχ. ινδ. sva-ka «συγγενής». Τής καταλήξεως -ς τών αθεμάτων προηγείται ένα καταληκτικό στοιχείο που θυμίζει έντονα το ηλίκος. Αν όντως πρόκειται για το ίδιο καταληκτικό στοιχείο, εφόσον ήλιξ < σFα-(α)λικ-ς, επομένως και ηλίκος < -(α)λικος και όχι < α-αλ(ι)-ικός (βλ. λ. ηλίκος).
ΠΑΡ. ηλικία.
ΣΥΝΘ. ενήλιξ, μεσήλιξ, ομήλιξ, συνομήλιξ, υπερήλιξ
αρχ.
βραχυήλιξ, ευήλιξ, εφήλιξ, ισήλιξ, καθήλιξ, νεοήλιξ, ομοήλιξ, παναφήλιξ, παρήλιξ, προήλιξ, συνήλιξ, τανυήλιξ].