ενίσσω

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

ἐνίσσω (Α)
παράλλ. τ. του ενίπτω
1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω
2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» — τον προσβάλλαμε, τον κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].