Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
ἐνίπτω (AM)
λοιδορώ, κακολογώ
αρχ.
1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.)
2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» — αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].