ενίπτω

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ἐνίπτω (AM)
λοιδορώ, κακολογώ
αρχ.
1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.)
2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» — αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].