εναντιωματικός
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)
γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)
μσν.
(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.
επίρρ...
εναντιωματικώς, -ά
με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.