εναντιόμορφος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι ομοιόμορφος με άλλον αλλά προς την αντίθετη πλευρά και με αντίθετη διάταξη («το δεξί και το αριστερό χέρι ή πόδι, μάτι, αφτί κ.λπ. είναι εναντιόμορφα»).
επίρρ...
εναντιομόρφως
κατά τρόπο εναντιόμορφο.