ενδεκάδα

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

η (AM ἑνδεκάς)
1. ο αριθμός ένδεκα
2. ομάδα (ποδοσφαιρική) που αποτελείται από ένδεκα μέλη.