ενεργοποιώ

From LSJ

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση της αδράνειας ή της ηρεμίας, δραστηριοποιώ
2. μτφ. κινητοποιώ.