ενερείδω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

ἐνερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ' ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.)
2. ακουμπώ, στηρίζω
3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτιἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.)
4. (αμτβ.) κείμαι, προσκολλώμαι σε κάποιον, κάθομαι («πεσών ἐνερείσατο γαίῃ» Απολλ. Ρόδ.).