ενθάλλω

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

ἐνθάλλω (Α) θάλλω
συνήθ. στη μτχ. παρακμ. ἐντεθηλώς
αυτός που θάλλει, ο θαλερός.