ενιαυτίζω

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

ἐνιαυτίζω (Α) ενιαυτός
διέρχομαι ένα έτος, έναν ενιαυτόν (και το μέσ. με την ίδια σημασία).