ενιαυτοφορώ

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ἐνιαυτοφορῶ, -έω (Α)
(για δέντρα) κρατώ τον καρπό για έναν χρόνο ώσπου να ωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φορώ < -φορος < φέρω.