ενιαυτοφορώ
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
ἐνιαυτοφορῶ, -έω (Α)
(για δέντρα) κρατώ τον καρπό για έναν χρόνο ώσπου να ωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φορώ < -φορος < φέρω.