ενισχυτής

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ο (θηλ. ενισχύτρια) ενισχύω
1. αυτός που ενισχύει, που βοηθά, βοηθός, επίκουρος, συμπαραστάτης
2. (τηλεγρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στην ασύρματη τηλεγραφία για ενίσχυση τών ασθενών σημάτων κατά τη λήψη τους
3. (ηλεκτρον.) συσκευή που επιτυγχάνει την αύξηση της τάσης, της έντασης ή της ισχύος τών ηλεκτρικών σημάτων.