εννήμαρ

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source

Greek Monolingual

ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].