ενρίπτω

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek Monolingual

ἐνρίπτω (Α) ρίπτω
ρίχνω κάτι πάνω ή μέσα σε κάτι
(«ὁ δὲ πρῶτος ἀνελθὼν ἐνρίπτει ἑαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους ἐς τὴν πόλιν», Αρρ.).