ένστικτο
From LSJ
Greek Monolingual
και ένστιχτο, το
1. παρόρμηση, φυσική τάση, αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες
2. εσωτερική παρόρμηση που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη σκέψη
3. φυσική ικανότητα, κλίση σε κάτι
4. φρ. α) «εξ ενστίκτου» ή «από ένστικτο» — αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη
β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. instinct < λατ. instinctus μτχ. παρακμ. του instinguo «κεντρίζω, παρορμώ κάποιον». Η λ. ένστικτον μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].